οξυδράση

οξυδράση
η
(βιοχ.) ένζυμο που καταλύει την αφυδρογόνωση ενός υποστρώματος με σχηματισμό υπεροξειδίου τού υδρογόνου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”